- αρχιθεωρησις
- ἀρχιθεώρησις-εως ἥ Isae. = ἀρχιθεωρία См. αρχιθεωρια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρχιθεώρησις — ἀρχιθεώρησις, η (Α) η αρχιθεωρία … Dictionary of Greek
ἀρχιθεώρησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)